- ὀλοφλυκτίς
- ὀλοφλυκτίςlarge pimplefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολοφλυκτίς — ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση τού λ ] … Dictionary of Greek
ὀλοφλυκτίδες — ὀλοφλυκτίς large pimple fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοφυγγών — ὀλοφυγγών και, κατά δ. γρφ. «ὀλοφυγδών, όνος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα, φουσκαλίδα, ιδίως τής γλώσσας («μήπω ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικοί τ. τής λ. ὀλοφλυκτίς / ὀλοφυκτίς. Ο τ. ὀλοφυγδών έχει… … Dictionary of Greek